
Απλή αναλογική: Tρια σημεία και μια θέση

Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση, η οποία έχει ήδη ουσιαστικά ξεκινήσει, θα διεξαχθεί με το σύστημα της απλής αναλογικής. Τελευταία φορά που το σύστημα αυτό είχε χρησιμοποιηθεί, ήταν το μακρινό 1989. Τότε χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να αναδειχθεί μια κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία. Αυτή την φορά δεν θα συμβεί το ίδιο, καθώς η δεύτερη -αν χρειαστεί- εκλογική αναμέτρηση θα διεξαχθεί με άλλο μικτό σύστημα.
Αυτό όμως είναι το πρώτο σημείο που πρέπει να προσέξουμε. Το εκλογικό σύστημα δεν αποτελεί μια «τεχνική λεπτομέρεια», μπορεί να επηρεάσει, ακόμα και αν δεν μεταστρέφει με αποφασιστικό τρόπο, τις επιλογές του εκλογικού σώματος. Ο εκλογικός νόμος είναι, λοιπόν, ουσιαστικό κομμάτι της Δημοκρατίας. Από την μια πλευρά επηρεάζει την αντιπροσώπευση όχι μόνο με τεχνικούς αλλά και με καθαρά πολιτικούς όρους, από την άλλη καθορίζει την δυνατότητα να σχηματιστούν κυβερνήσεις. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης πέρα από τα προφανή προβλήματα λειτουργικότητας ενός σύγχρονου κράτους μπορεί να λειτουργήσει ως ένα είδος «υπερ- μεταδότη» του λαϊκιστικού αυταρχισμού.
.
Το δεύτερο σημείο είναι πως για να μπορέσει να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα -ως προς τον σχηματισμό κυβερνήσεων- θα έπρεπε να υπάρχει μια ευρύτερη κουλτούρα συνεργασιών πάνω σε προγραμματικές συμφωνίες. Για να καταλάβει κάποιος πόσο πολύ απέχουμε από αυτό αρκεί να δει τα προγραμματικά κείμενα των Γερμανικών και άλλων Ευρωπαϊκών συμμαχικών κυβερνήσεων. Στο Ελληνικό πολιτικό εκκρεμές κινούμαστε από την ταύτιση της νίκης του κόμματος με την επιβίωση του έθνους, έως την κυβέρνηση ηττημένων. Στις δημοκρατίες όμως δεν υπάρχουν , τέτοιου τύπου, νικητές και ηττημένοι. Υπάρχουν κυβερνήσεις που κερδίζουν την εμπιστοσύνη της βουλής, εκφράζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την λαϊκή βούληση. Απλή αναλογική, χωρίς πρόθυμους να κυβερνήσουν, συνιστά πολιτική κοροϊδία ή σεμνότερα πολιτικό ανέκδοτο.
Το τρίτο σημείο αφορά στην εσωτερική δημοκρατία των κομμάτων και την ταύτιση της αντίθετης γνώμης με πολιτική προδοσία και πτώση της κυβέρνησης, αφαιρώντας με αυτόν τον τρόπο την ζωογόνα δύναμη της πολιτικής αντιπαράθεσης. Θυμηθείτε τις δημόσιες δηλώσεις της Αναλένα Μπέρμποκ, υπουργού εξωτερικών της Γερμανίας με τις οποίες εξέφραζε την αντίθεση του κόμματός της στην επίσκεψη του Καγκελλαρίου Σολτς στην Κίνα, τις συνθέσεις που απαιτούνται στο Ολλανδικό κοινοβούλιο ή τον τρόπο που λειτουργεί το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου (ακόμα και αν δεν συμφωνεί κάποιος με την πολιτική κατεύθυνση που επιλέγει), όπου ο/η πρωθυπουργός ελέγχεται από το κοινοβούλιο, οι βουλευτές έχουν υψηλού βαθμού ανεξαρτησία και πολλές φορές το ίδιο το κόμμα του τον/την αλλάζει χωρίς να μεσολαβούν εκλογές. Στην ελληνική κομματική πραγματικότητα αυτό φαντάζει μακρινό, ενώ ακόμα και η συνεργασία μεταξύ των κομμάτων δυσκολεύεται από την κουλτούρα μονοκρατορίας των πολιτικών αρχηγών. Γέννημα της κουλτούρας αυτής είναι η έννοια της «κομματικής πειθαρχίας» που υπονομεύει στην πράξη την συνταγματική επιταγή να αποφασίζουν -οι βουλευτές- κατά συνείδηση τι υπηρετεί καλύτερα το έθνος.
Θεωρητικά η απλή αναλογική εξασφαλίζει καλύτερη αντιπροσώπευση, ενώ μειώνει την αναγκαιότητα πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα των κομμάτων, αναμφίβολα θετικά και τα δύο. Κυρίως όμως ευνοεί τις συναινέσεις μεταξύ των κομμάτων και τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες στα δύσκολα προβλήματα της άστατης εποχής μας. Μόνο που συναινέσεις και συμφωνίες μπορούμε να εξασφαλίσουμε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους ακόμη και χωρίς την απλή αναλογική. Αυτό εξάλλου είναι το τεράστιο ζήτημα επανεφεύρεσης της δημοκρατίας τον 21ο αιώνα.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει πάντα το παράδειγμα της Γερμανίας αλλά ταυτόχρονα και το παράδειγμα της Ιταλίας. Διαλέγετε και παίρνετε